- κοντά
- (I)(Μ κοντά)επίρρ.1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της»)2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα»)νεοελλ.1. σε σύγκριση με (α. «κοντά σ' αυτό που πάθαμε, αυτά που λες δεν είναι τίποτε» β. «τί είν' τα βάσανα τής ζωής κοντά στον θάνατο;»)2. μαζί με κάποιον ή κάτι («πάγω κι εγώ να τήνε βρω, μα έλα και συ κοντά μου», Πανώρ.)3. φρ. α) «από κοντά» — κατά πόδαςβ) «κοντά κοντά» — δίπλα δίπλα4. παροιμ. «κοντά στον νου κι η γνώση» — για ευκόλως εννοούμενα πράγματαμσν.1. με συντομία, περιληπτικά2. σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα3. επί πλέον.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) «βραχύς» < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι»].————————(II)κοντά, τὰ (Μ)ταινίες με τις οποίες οι κυνηγοί προσέδεναν στους καρπούς τών χεριών τους τα πόδια τών γερακιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.